A.“μεμίσηκα” Pl.Phlb.44c:—Pass., fut. Med. in pass. sense “μισήσομαι” E.Tr.664, Ion597, 611, Philostr.VA6.13, later “μισηθήσομαι” LXX Si.21.28, Aristid.2.426 J., D.C.52.39: aor. “ἐμισήθην” Hdt.2.119, etc.: pf. “μεμίσημαι” Isoc.5.137, Hdn.8.5.8: (μῖσος):—hate, once in Hom., c. acc. et inf., μίσησεν δ᾽ ἄρα μιν δηΐων κυσὶ κύρμα γενέσθαι Zeus hated (would not suffer) that he should become a prey . . , Il.17.272; “μισῶ φίλοισιν ὕστερον βοηδρομεῖν” E.Rh.333; οὐ μισοῦντ᾽ ἐκείνην τὴν πόλιν, τὸ μὴ οὐ μεγάλην εἶναι not hating that city, as not being . . , Ar. Av.36; μισῶ λακωνίζειν I hate Laconizing, Eup.351.1: but mostly c. acc., “ὑβρίζοντα μισεῖν” Pi.P.4.284; “μισοῦντ᾽ ἐμίσει” S.Aj.1134, etc.; “θεῖον μισεῖ μῖσος . . με” Men.Epit.216; “μ. τινὰ μῖσος ἐξαίσιον” Aristaenet.1.22; “ὃ μισεῖς μηδενὶ ποιήσῃς” LXX To.4.15:—Pass., to be hated, Hdt. l. c., etc.; “ὦ πολλὰ μισηθεῖσα χειρωναξία” A.Pr.45, cf. S.Aj.818; “μισεῖσθαι ὑπ᾽ αὐτῶν” Th.8.83; “μισηθεὶς ἔσχατον μῖσος” Plu.Crass.6.
μι_σ-έω , pf.