A.persuade, impf. “ἔπειθον” Il.22.91, etc.; Ep. and Lyr. “πεῖθον” 16.842, B.8.16 : fut. “πείσω” Il.9.345, etc.; Ep. inf. “πεισέμεν” 5.252 : aor. 1 “ἔπεισα” Pi.O.2.80, A.Eu.84, Ar.Pl.304, etc. (Hom. has only opt. “πείσειε” Od.14.123); Aeol. part. “πείσαις” Pi.O.3.16 : aor. 2 “ἔπι^θον” Id.P.3.65 (poet. πίθον), Corinn.Supp.2.58 (poet. dual πιθέταν), A. Supp.941, Ar.Pl.949, Theoc.22.64, used by Hom. only in Ep. redupl. forms “πεπίθωμεν” Il.9.112, “πεπίθοιμι” 23.40, A.R.3.14, “πεπι^θεῖν” Il.9.184, A.R.3.536, “πεπι^θών” Pi.I.4(3).72 (v. infr.), “πεπιθοῦσα” Il.15.26 (ind. not in Il. or Od., “πέπιθον” A.R.1.964, “πέπιθε” h.Ap.275): pf. “πέπεικα” Lys. 26.7, Is.8.24, Isoc.14.15 :—Med. and Pass. πείθομαι , obey, Il.1.79, etc. : fut. πείσομαι ib.289, etc.: aor. 2 ἐπι^θόμην, Ep. “πιθόμην” 5.201, “ἐπίθετο” Ar.Nu.73, “ἐπίθοντο” Il.3.260, IG22.29.14, redupl. “πεπίθοντο” Orph.Fr.135 ; imper. “πίθεο” Pi.P.1.59, “πιθοῦ” S.Ant.992, pl. “πίθεσθε” A.Eu.794 ; subj. “πίθωμαι” Il.18.273, etc.; opt. “πιθοίμην” 4.93, etc. (redupl. “πεπίθοιτο” 10.204); inf. “πιθέσθαι” 7.293, etc. (“πεπιθέσθαι” AP14.75); part. “πιθόμενος” S.Ph.1226 : aor. 1 Med. “ἐπεισάμην” IG12(5).720.5 (Andros, ii B. C.), Aristid.1.391 J., Sopat. in Rh.8.150 W.: fut. Pass. “πεισθήσομαι” S.Ph.624, Pl.Sph.248e, etc.: aor. 1 “ἐπείσθην” A.Eu.593, S.OT526, Ar.Nu.866, X.An.7.7.29 : pf. “πέπεισμαι” A.Pers.697, E.El. 578, Pl.Prt.328e; Thess. pf. inf. “πεπεῖστειν” IG9(2).517.16 (Larissa, iii B. C.).
II. intr. tenses of Act., in pass. sense, pf. 2 “πέποιθα” Il.4.325, etc. (not freq. in Prose); imper. “πέπεισθι” A.Eu.599 codd.; 2sg. subj. “πεποίθῃς” Il.1.524 ; Ep. 1pl. πεποίθομεν (for-ωμεν) Od.10.335 ; opt. “πεποιθοίη” Ar.Ach.940 : plpf. “ἐπεποίθειν” Il. 16.171 ; 3pl. “ἐπεποίθεσαν” Hdt.9.88 ; Ep. “πεποίθεα” Od.4.434, 8.181 ; 1pl. “ἐπέπιθμεν” Il.2.341, 4.159 : Pi. uses aor. 2 part. πιθών = πιθόμενος, P.3.28, redupl. “πεπιθών” I.4(3).72.
III. as if from πι^θέω , Hom. has fut. “πι^θήσω” Od.21.369 (obey) : aor. part. “πι^θήσας” Il.4.398 (trust), cf. Hes. Op.359, 671, Pi.P.4.109, A.Ch.618 (lyr.), Lyc.735 ; redupl. aor. subj. πεπι^θήσω trans., Il.22.223 :—also Aeol. πίθημι , part. “πίθεις” Alc.Supp. 9.4.
A. Act., prevail upon, persuade, usu. by fair means, τινα Il.9.345, etc.; πεπιθεῖν φρένας Αἰακίδαο ib.184 ; “σοὶ δὲ φρένας ἄφρονι πεῖθε” 16.842 ; “τοῦ θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ἔπειθον” 9.587, cf. Od.7.258, 23.337 ; “Ἕκτορι θυμὸν ἔπειθε” Il.22.78 : c. acc. pers. et inf., persuade one to . . , ib. 223, A.Eu.724, etc.; π. τινὰς ὥστε δοῦναι, etc., Hdt.6.5, cf. Th.3.31, etc.; ὥστε μὴ . . S.Ph.901 ; later ἵνα . . Ev.Matt. 27.20, Plu.2.181a; π. τινὰς ὡς χρὴ . . , ὡς ἔστι . . , Pl.R.327c, 364b; “π. τινὰ ἐς τὴν ὁμολογίαν” Th.5.76 ; “κοὐδείς γέ μ᾽ ἂν πείσειεν . . τὸ μὴ ἐλθεῖν” Ar.Ra.68 ; πείθω ἐμαυτόν I persuade myself, am persuaded, believe, Th.6.33, And.1.70, Pl.Grg.453b, etc.; also “π. τι ὠφέλιμον ὄν” Th.4.17 : freq. in part., πείσας by persuasion, by fair means, opp. ἐν δόλῳ, S.Ph.102, cf. 612; opp. βίᾳ, Trag.Adesp.402 ; πόλιν πείσας having obtained the city's consent, S. OC1298 ; “δᾶμον πείσαις λόγῳ” Pi.O.3.16 ; μὴ πείσας unless by leave, Pl.Lg.844e ; “οὐ πείσαντες τὸν δῆμον” Aeschin.3.41 ; πείθοντες, opp.βίᾳ, X.An.5.5.11 ; π. γυναῖκα, opp. βιάζεσθαι, Id.Cyr.6.1.34 ; πέπεικε, opp. ἠνάγκακε, Pl.Hipparch.232b (but “π. ἀνάγκῃ” D.C.62.16, cf. πειθανάγκη) : with neut. pron., persuade one to or of a thing, “τοῦτό γε οὐκ ἔπειθε τοὺς Φωκαιέας” Hdt.1.163, cf. A.Pr.1064 (anap.), Pl.R.399b, etc.; “ἔπειθον οὐδέν᾽ οὐδέν” A.Ag.1212 ; μὴ πεῖθ᾽ ἃ μὴ δεῖ do not attempt to persuade me to . . , S.OC1442 ; also τοιάνδ᾽ ἔπειθε ῥῆσιν addressed them thus, A.Supp.615.
2. prevail on by entreaty, Il. 24.219, Od.14.363 ; “τότε κέν μιν ἱλασσάμενοι πεπίθοιμεν” Il.1.100 ; “ὥς κέν μιν ἀρεσσάμενοι πεπίθωμεν” 9.112, cf. 181, 386, Hes.Sc.450 ; “Ζηνὸς ἦτορ λιταῖς” Pi.O.2.80, cf. Pl.R.366a, Ap.37d : c. dupl. acc., “τὸν φόρον ὑποτελῶ Ἀθηναίοισιν, ὃν ἂν πείθω Ἀθηναίους” IG12.39.27.
II. in bad sense, talk over, mislead, “ἐπεὶ οὐ παρελεύσεαι οὐδέ με πείσεις” Il.1.132, cf. 6.360 ; “ἔληθε δόλῳ καὶ ἔπειθεν Ἀχαιούς” Od.2.106, cf. 14.123 ; “πεπιθοῦσα θυέλλας” Il. 15.26.
2. π. τινὰ χρήμασι bribe, Hdt.8.134, Lys.21.10 ; π. ἐπὶ μισθῷ 01 μισθῷ, Hdt.8.4, 9.33, Th.2.96, etc. (Pass., “χρήμασι πεισθείς” Id.1.137) : prov., “δῶρα θεοὺς πείθει” Hes.Fr.272 ; πείθειν τινά alone, Lys. 7.21, X.An.1.3.19, Act.Ap. 12.20.
3. offood, tempt, Xenocr. ap. Orib. 2.58.84.
B. Pass. and Med., to be prevailed on, won over, persuaded, abs., Il.5.201, etc. ; imper. freq. in Trag., πείθου be persuaded, S.OC520, El. 1015, E.Fr.440 ; but πιθοῦ comply, S.OC1181, El. 1207 : c. inf., to be persuaded to do, Id.Ph.624; πείθεσθέ μοι πρύτανιν ἑλέσθαι Pl .Prt. 338a ; also πείθεσθαί τινι ὥστε . . Th. 2.2 ; ὃ . . ὑμεῖς . . ἥκιστ᾽ ἂν ὀξέως πείθοισθε (sc. πρᾶξαι) Id.6.34 ; ἑκὼν καὶ πεπεισμένος of one's own free will, POxy. ivp 203 (iv A.D.), etc. ; τὰ μὲν παρ᾽ ἡμῶν ἴσθι σοι πεπεισμένα we are won over to you, Ar. Th. 1170.
2. πείθεσθαί τινι listen to one, obey him, Il. 1.79, etc. ; τοῖς ἐν τέλει βεβῶσι π. S. Ant. 67 ; τοῖς ἄρχουσι, τῷ νόμῳ, X. Cyr. 1.2.8, An. 7.3.39 ; “μᾶλλον τῷ θεῷ ἢ ὑμῖν” Pl. Ap. 29d : sts. c. dupl. dat., ἔπεσι, μύθοισι π. τινί, Il.1.150, 23.157 : without dat. pers., “ἐπείθετο μύθῳ” 1.33, cf. Od. 17.177 ; γήραϊ πείθεσθαι yield, succumb to old age, Il.23.645 ; στυγερῇ πειθώμεθα δαιτί let us comply with the custom of eating, sad though the meal be, ib.48 ; νῦν μὲν πειθώμεθα νυκτὶ μελαίνῃ, of leaving off the labours of the day, 8.502 ; ἀδίκοις ἔργμασι π. Sol.4.11, 13.12.
b. with Adj. neut., σημάντορι πάντα πιθέσθαι obey him in all things, Od. 17.21 ; ἅ τιν᾽ οὐ πείσεσθαι ὀΐω wherein I think some will not obey, Il.1.289, cf. 4.93, 7.48, Hdt. 6.100, etc. ; “πάντ᾽ ἔγωγε πείσομαι” S.Aj.529 ; “πείσομαι δ᾽ ἃ σοὶ δοκεῖ” Id.Tr. 1180 ; “οὐ . . πείθομαι τὸ δρᾶν” Id.Ph. 1252 ; “μύθοις . . πεισθεὶς ἀφανῆ” E. Hipp. 1288 (anap.), cf. Lys.22.3 : rarely with Noun in acc., χρήμασι πεισθῆναι [τὴν ἀναχώρησιν] Th.2.21 (s.v.l.).
3. c. gen., four times in Hdt., “πείθεσθαί τινος” 1.126, 5.29, 33,6.12, cf. E. IA726, Th. 7.73 ; “πείσθητί μευ” Herod. 1.66 ; κείνου . . πιθοίατο vulg. in Il.10.57.
II. πείθεσθαί τινι believe, trust in, “πείθεθ᾽ ἑταίρῳ” Od. 20.45 ; “οἰωνοῖσι” Il.12.238; “τεράεσσι θεῶν καὶ Ζηνὸς ἀρωγῇ” 4.408 ; “ἐνυπνίῳ” Pi.O. 13.79 ; “λεγομένοισι” Hdt. 2.146, etc. : c. acc. et inf., believe that . . , “οὐ γάρ πω ἐπείθετο ὃν πατέρ᾽ εἶναι” Od. 16.192, cf. Hdt. 1.8, etc. : c. dat. pers. et inf., π. τινὶ μὴ εἶναι χρήματα, = ὅτι χρήματα οὐκ ἔχει, X.An. 7.8.3 : with “ὡς, οὐ πείσονται ὡς σὺ αὐτὸς οὐκ ἠθέλησας” Pl. Cri.44c, cf. R.391b : with neut. Adj. or Pron., τὰ περὶ Αἴγυπτον τοῖσι λέγουσι αὐτὰ π., οὐκ ἐπείθοντο τὰ ἐσαγγελθέντα, Hdt.2.12, 8.81 ; “πείθεσθε τούτῳ ταῦτα” Ar. Th. 592 ; ταῦτ᾽ ἐγώ σοι οὐ πείθομαι I do not take this on your word, Pl.Ap.25e, cf. Phdr.235b : abs., “ὡς ἐγὼ πείθομαι” Phld.Po.5.34.
b. π. τινὰ ὅπως . . to believe of him, that . . , E. Hipp.1251.
III. pf. 2 πέποιθα trust, rely on, c. dat. pers. vel rei, Il.4.325, etc. (not freq. in early Prose, as “αὑτῷ πεποιθέναι” Pl. Mx. 248a): c. dat. et inf., “οὔ πω χερσὶ πέποιθα ἄνδρ᾽ ἀπαμύνασθαι” Od. 16.71, cf. Il.13.96, etc.: c. dat., “οἷσι . . μαρναμένοισι πέποιθε” Od.16.98 : later c. inf. only, πέποιθα τοῦτ᾽ ἐπισπάσειν κλέος I trust to win this fame, S.Aj. 769 ; αἰχμήν . . μᾶλλον θεοῦ σέβειν πεποιθώς daring to . . , A. Th.530: once in Hdt., “χρήμασι ἐπεποίθεσαν διώσεσθαι” 9.88 : rarely c. acc. et inf., “πέποιθα . . τὸν πυρφόρον ἥξειν κεραυνόν” A. Th.444 ; “εἴ τις πέποιθεν ἑαυτῷ Χριστοῦ εἶναι” 2 Ep.Cor.10.7 ; π. εἴς τινας ὅτι . . Ep.Gal.5.10; ἐπί τινας ὅτι . . 2 Ep.Cor. 2.3 ; “ἐπὶ χρήμασι” Ev.Marc. 10.24: abs., ὄφρα πεποίθῃς that you may feel confidence, Il.1.524, Od.13.344 ; πεποιθώς in sure confidence, LXXDe. 33.28.
IV. post-Hom. pf. Pass. πέπεισμαι believe, trust, c. dat., “νεκροῖσι” A. Eu.599 ; “ὀνείροις” E.Hel.1190, etc. : c. acc. et inf., συνοίσειν ταῦτα πέπ. D.4.51, cf. Pl. R. 368a : abs., “νῦν δὲ πέπεισμαι” Id.Prt. 328e ; πεπεισμένος ἔκ τινων λογίων persuaded by . . , Plu.Rom. 14 ; “πεπείσμεθα περὶ ὑμῶν τὰ κρείττονα” Ep.Hebr.6.9. (Cf. Lat. fido, fides.)