A.slip in, penetrate, τὸ ἔλαιον π. Id.Pr.881a7 : metaph., εἰς τὰς γνώμας π. Demad. 3 : pf. -“δέδυ_κα, εἰς τὰς ἄλλας διαλέκτους” A.D.Synt.319.24 :—also παρεισ-δύω , “τὰ παρεισδύοντα τῶν διαλέκτων” Id.Pron.4.23.
II. Med. παρεισδύομαι , “ἐς τὸ στόμα” Hp.Epid.5.86, cf. Sor.1.101, Gal.2.653; “ἀλλοφυλίας . . κατὰ μικρὸν -δυομένης” Epicur.Ep. 2p.48U.; “εἰς τὴν πόλιν” Hdn.2.12.1, etc.; [τὸ ὕδωρ] “παρεισδυόμενον πνίγει” Arist.Pr.933a16 ; of a leech's bite, penetrate into, Aret.CA 2.6; of customs, Plu. 2.216b, Agis 3, etc.